- τραγεῖν
- τραγάωto be over-luxuriantpres inf act (attic epic doric ionic)τρώγωgnawaor inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τραγασαίος — αία, ον, Α [Τραγασαί] 1. αυτός που κατάγεται από την πόλη Τραγασαί 2. φρ. α) «ὡς Τραγασαῖα φαίνεται» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο τού απρμφ. αορ. β τραγεῖν, τού ρ. τρώγω β) «πατρὸς Τραγασαίου» κωμική φρ. στον Αριστοφ. με λογοπαίγνιο… … Dictionary of Greek
τραγάλιον — τὸ, Μ το τρωγάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τρωγάλιον σχηματισμένος από το θ. τραγ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν)] … Dictionary of Greek
τραγαλίζω — Α τρώω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα αλ (πρβλ. τρωγ άλ ιον)] … Dictionary of Greek
gras- : grō̆ s- — gras : grō̆ s English meaning: to gnaw, to devour Deutsche Übersetzung: “fressen, knabbern” Material: O.Ind. grásatē “gobbles (esp. from animals), devours” (*grasō), grüsa ḥ “ mouthful, morsel, bite of food “; Gk. γράω “ gnaw,… … Proto-Indo-European etymological dictionary